κολέγας

κολέγας
ο
βλ. κολήγας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολήγας — και κολήγος και κολέγας, ο (Α κολλήγας) νεοελλ. 1. αυτός που καλλιεργεί ξένο κτήμα ή βόσκει ξένο κοπάδι και μοιράζεται τα παραγόμενα προϊόντα με τον ιδιοκτήτη 2. συνεταίρος, συνεργάτης 3. φίλος αρχ. συνάρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collega. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”